έξαρχος

έξαρχος
Ονομασία του αρχηγού στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου της στρατιωτικής μονάδας, που λεγόταν alanumerus. Αργότερα, έως τον 6o αι., ο τίτλος αποδιδόταν σε όλους τους στρατιωτικούς αξιωματούχους ανεξάρτητα από τον βαθμό που έφεραν. Στη συνέχεια, όμως, περιορίστηκε στους ανώτερους αξιωματούχους του στρατού και κατά τα τέλη του 6ου αι. άρχισε να χρησιμοποιείται και για τους διοικητές των εξαρχάτων της Ραβένα και της βόρειας Αφρικής. Στον τομέα της Εκκλησίας, έ. ονομάζονταν οι επίσκοποι μητροπόλεων μεγάλων επαρχιών και οι πατριάρχες. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Βαλσαμών, «Έξαρχος της διοικήσεως έστιν ουχ’ ο εκάστης επαρχίας μητροπολίτης, αλλ’ ο της όλης διοικήσεως μητροπολίτης. Διοίκησις δ’ εστίν η πολλάς επαρχίας έχουσα εν’ αυτή». Συχνά, οι πατριάρχες, λόγω της έκτασης των πατριαρχείων, έστελναν ως τοποτηρητές των μητροπόλεων της δικαιοδοσίας τους έμπιστους επισκόπους, οι οποίοι ασκούσαν την ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία στο όνομά τους και γι’ αυτό ονομάζονταν πατριαρχικοί έ. Το δικαίωμα ανάλογης εξουσιοδότησης μπορούσαν επίσης να ασκήσουν ενίοτε και οι επίσκοποι όταν ήθελαν να ελέγξουν ή να εποπτεύσουν τα μοναστήρια που ανήκαν στην περιφέρειά τους.
* * *
ο (AM ἔξαρχος, ο, η, Μ ἔξαρχος, ο)
νεοελλ.-μσν.
εκκλ.
1. αντιπρόσωπος πατριαρχείου ή μητροπόλεως σε εκκλησιαστική περιφέρεια με εκκλησιαστικά αλλά και διοικητικά καθήκοντα
2. τίτλος που δίδεται ως τιμητική διάκριση σε εξέχοντες μητροπολίτες ή αρχιεπισκόπους
3. απλός κληρικός αξιωματούχος τού πατριαρχείου με ειδική αποστολή
μσν.
1. επόπτης, επιθεωρητής μοναστηριών
2. ο τηρητής τής τάξεως σε συνεδρία εκκλησιαστικής συνόδου
3. αντιπρόσωπος σε εκκλ. σύνοδο
4. ανώτατος πολιτικός διοικητής στις κατεχόμενες από τους Βυζαντινούς περιφέρειες τής Ιταλίας και Βόρειας Αφρικής («έξαρχος Ραβέννης»)
μσν.-αρχ.
1. κορυφαίος τού χορού τής τραγωδίας
2. ο επικεφαλής
αρχ.
1. αυτός που κάνει αρχή, που αρχίζει κάτι («ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους», Ομ. Ιλ.)
2. αρχηγός, ηγέτης, κορυφαίος («ὁ τῶν ἱερέων ἔξαρχος», Πλούτ.)
3. ηγέτης, αρχηγός, πρωτεργάτης
4. στρατιωτικός διοικητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔξαρχος — leader masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έξαρχος, Θεόδωρος — (Κέρκυρα 1930 –). Ηθοποιός και μεταφραστής θεατρικών έργων. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η σπουδαία άρθρωση και εκφορά λόγου που διαθέτει του επέτρεψαν να ασχοληθεί ιδιαιτέρως και με το ραδιόφωνο. Το 1951 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο …   Dictionary of Greek

  • έξαρχος — ο (εκκλησ.) 1. κληρικός αντιπρόσωπος πατριαρχείου ή μητρόπολης σε εκκλησιαστική περιφέρεια, ο οποίος εκτός από τα εκκλησιαστικά έχει και διοικητικά δικαιώματα. 2. τίτλος που δίνεται ως τιμητική διάκριση σε μητροπολίτες ή αρχιεπισκόπους. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Έξαρχος, Βασίλειος — (Καλλέντζι, Ιωάννινα 1903 – Αθήνα 1973). Θεολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλολογία και παιδαγωγικά στα πανεπιστήμια του Αμβούργου και της Λειψίας. Αρχικά, εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση (1927 37) και στη …   Dictionary of Greek

  • ἐξάρχω — ἔξαρχος leader masc/fem nom/voc/acc dual ἔξαρχος leader masc/fem gen sg (doric aeolic) ἐξάρχω begin pres subj act 1st sg ἐξάρχω begin pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρχοις — ἔξαρχος leader masc/fem dat pl ἐξάρχω begin pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρχου — ἔξαρχος leader masc/fem gen sg ἐξά̱ρχου , ἐξάρχω begin imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐξάρχω begin pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐξάρχω begin imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρχους — ἔξαρχος leader masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρχων — ἔξαρχος leader masc/fem gen pl ἐξάρχω begin pres part act masc nom sg ἐξάρχων ruler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρχῳ — ἔξαρχος leader masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”